Αρ.Πρωτ.:853/12-12-2003. Θέμα:«Ερμηνευτική εγκύκλιος σχετική με το Ν.3147/2003»

ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ           Θεσσαλονίκη 12-12-2003
ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ                       Αρ.Πρωτ.853


Προς
Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου
Εφετείου Θεσσαλονίκης.


Θέμα:Ερμηνευτική εγκύκλιος


Σας αποστέλλουμε το με αριθμ.πρωτ.4999/26.11.2003 έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας με θέμα ερμηνευτική εγκύκλιος σχετική με το Ν.3147/2003 «ρύθμιση θεμάτων αγροτικής γης … κ.α. διατάξεις», για να λάβετε γνώση. 


     Με συναδελφικούς χαιρετισμούς
Ο Πρόεδρος        Η Γεν. Γραμματέας
 Ε. Σαρρής          Χρ. Φαρδή-Πανταζή


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ                  Αθήνα 26/11/2003
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΑΣ                     Αρ.πρωτ.4999
ΓΕΝ Δ/ΝΣΗ ΔΙΟΙΚ.ΥΠΟΣΤ/ΞΗΣ
Δ/ΝΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΗΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ Δ/ΝΤΡΙΑΣ

Ταχ.Δ/νση:Πειραιώς 108
Ταχ.Κώδικας:11854
Τηλέφωνο:2103412410
FAX:2103412314

ΠΡΟΣ
1) Το ΥΠΕΧΩΔΕ
    Γενική Δ/νση Πολεοδομίας
    Δ/νση Πολεοδομικού Σχεδιασμού
   Αμαλιάδος 17
   11523
2) Συμβολαιογραφικούς
   Συλλόγους
   α. Αθηνών 
   Γενναδίου 4 10678 
   β. Θεσσαλονίκης
   Αριστοτέλους 22
   54623 ΘΕΣ/ΝΙΚΗ
   γ) Θράκης
   Χαριλάου Τρικούπη 23
   69100 Κομοτηνή
   δ) Κρήτης
   1.Μέγαρο Πάνθεον
   73100 ΧΑΝΙΑ
  2.Παράρτημα Ηρακλείου
  1821 αρ.39
  71201 Ηράκλειο
  ε)Ιωαννίνων
  Χαρ. Τρικούπη 5
  45332 Ιωάννινα
  στ) Κέρκυρας
  Αγ. Δούλοι 49081
  Κέρκυρα
  ζ)Ναυπλίου
  ʼργους 13
  21100 Ναύπλιο
  η)Λάρισας
  Βελή 4
  41222 Λάρισα
  θ)Πάτρας
  Παντανάσσης 56
  26001 Πάτρα

ΘΕΜΑ: «Αποστολή ΦΕΚ και ερμηνευτικής εγκυκλίου.»


Σας στέλνουμε αντίγραφο του αριθμ. 135/Α/5-6-2003 ΦΕΚ, στο οποίο δημοσιεύθηκε ο Ν. 3147/2003 «Ρύθμιση θεμάτων αγροτικής γης ……. και άλλες διατάξεις» καθώς και αποσπάσματα ερμηνευτικής εγκυκλίου σχετικά με την εφαρμογή επί μέρους άρθρων, (1,5,7,8,9,14,15,16) που άπτονται των αρμοδιοτήτων σας και της άσκησης συμβολαιογραφίας και σας γνωρίζουμε ότι είμαστε στην διάθεσή σας για οποιαδήποτε συνεργασία ή διευκρίνιση, κατά την εφαρμογή του παραπάνω Νόμου.

Η Γεν. Δ/ντρια
Γ. ΑΥΓΗΤΙΔΟΥ

 

“ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΓΚΥΚΛΙΟΥ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 3147/2003”

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ                          Αθήνα 11-11 -2003
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΑΣ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΔΙΟIΚ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
Δ/ΝΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΗΣ

Ταχ. Δ/νση -Πειραιώς 108.
ΑΘΗΝΑ -T.K. 11854
Τηλ. 2103412410
Fax 2103412314

ΠΡΟΣ 1) Τις Περιφέρειες Κράτους
             Δ/νσεις Γεωργικής Ανάπτυξης
            Έδρες τους
            2) Τις Νομαρ/κές Αυτοδ/σεις
            Υπηρεσίες Γεωργίας
            Τμήματα Πολ. Γης και
            Εποικισμού-Αναδασμού
            Έδρες τους
ΚΟΙΝ. Όπως ο πίνακας διανομής.

Συνέχεια από το αριθ. 2422/17-6-2003 έγγραφο, με το οποίο σας εστάλη το ΦΕΚ με αριθ. 135τ. Α/5-6-2003, στο οποίο δημοσιεύθηκε ο νόμος 3147/2003 «Ρύθμιση θεμάτων αγροτικής γης..... και άλλες διατάξεις», στο πρώτο κεφάλαιο του οποίου περιλαμβάνονται ρυθμίσεις αρμοδιότητας της Διεύθυνσης Πολιτικής Γης, σας γνωστοποιούμε τα εξής:
Με τις διατάξεις αυτές επιτυγχάνεται η επίλυση σοβαρότατων ζητημάτων, που δημιουργήθηκαν από την μέχρι τώρα εφαρμογή των διατάξεων της ισχύουσας αγροτικής νομοθεσίας. Επίσης τροποποιούνται διατάξεις της νομοθεσίας αυτής, προκειμένου να ανταποκριθούν στις σύγχρονες απαιτήσεις ανάπτυξης.
Ακολουθεί ερμηνευτική εγκύκλιος για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1-16 και 35 του εν λόγω νόμου.
Με το άρθρο 1 και ειδικότερα
Με την παράγραφο 1 προβλέπεται όπως η διάθεση όλων των επιδεκτικών καλλιέργειας δημόσιων εκτάσεων για την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών, πραγματοποιείται επί τη βάσει εμπεριστατωμένης, αιτιολογημένης πρότασης της Υπηρεσίας Γεωργίας, στην οποία θα αναφέρεται η ανάγκη της αποκατάστασης των ακτημόνων καλλιεργητών, που υφίσταται κατά τον χρόνο έκδοσης της σχετικής απόφασης, εφαρμόζοντας έτσι την επί του θέματος αυτού πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην ίδια πρόταση θα αναφέρεται επίσης και ποια καλλιέργεια ενδείκνυται στην προς διάθεση έκταση και ακόμη ποια μορφή εκμετάλλευσης (ομαδική, ατομική κ.λπ.) εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο σκοπό, που δεν είναι άλλος από την δημιουργία βιώσιμων εκμεταλλεύσεων. Τα στοιχεία αυτά αναφέρονται ενδεικτικά στο νόμο, γεγονός που σημαίνει, ότι η Υπηρεσία Γεωργίας δεν δεσμεύεται στην υποβολή και άλλων σχετιζόμενων με την προς διάθεση έκταση πληροφοριών. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι η περιελθούσα, κατά το Π. Δ/μα 94/1993, αρμοδιότητα στο Νομάρχη, διάθεσης των εκτάσεων μέχρι εμβαδού 500 στρεμμάτων, δεν θίγεται με την παρούσα ρύθμιση. Διευκρινίζεται ότι η αρμοδιότητα αυτή που παρέχεται στο Νομάρχη, εξαντλείται μια φορά για κάθε κτήμα και εφ’όσον η επιδεκτική καλλιέργειας έκταση του κτήματος, στο σύνολο του, δεν ξεπερνά τα 500 στρέμματα.
Με την παράγραφο 2 καθιερώνεται η ίση μεταχείριση των δύο φύλων, καλύπτοντας έτσι την απαίτηση που απορρέει από το Σύνταγμα. Για την περίπτωση μάλιστα που και οι δύο είναι γεωργοί, δικαιούχος θα κριθεί αυτός που έχει τη διοίκηση της γεωργικής εκμετάλλευσης. Η διάταξη συμπληρώνεται με την υποχρέωση, κατά τον υπολογισμό της ακτημοσύνης του ενδιαφερόμενου, να λαμβάνεται υπόψη και η περιουσία του άλλου συζύγου.
Με την παράγραφο 3 ορίζεται όπως, για τον υπολογισμό της
ακτημοσύνης αυτού που ζητά την αποκατάσταση, της οποίας κρίσιμος χρόνος είναι αυτός κατά τον οποίο εκδικάζεται η αίτηση, δεν θα λαμβάνεται υπόψη η περιουσία των γονέων του όταν αυτοί είναι κάτω των 55 ετών.
Με την παράγραφο 4 επιδιώκεται η εποίκιση των αναφερόμενων στη διάταξη αυτή ευαίσθητων περιοχών, προβλέποντας τη δυνατότητα παραχώρησης οικοπέδων, κατά τη διαδικασία του Π. Δ/τος από 24.4/23-5-1985, χωρίς βέβαια την τήρηση της οριζομένης στο διάταγμα αυτό (άρθρο 1) σειράς προτεραιότητας. Οι αναφερόμενες όμως σ’αυτό (άρθρο 2) υποχρεώσεις δηλ. της καταβολής τμήματος της ανέγερσης κατοικίας ή της αδυναμίας εκποίησης εντός της δεκαετίας κ.λπ., ισχύουν και για τις παραχωρήσεις αυτές.
Με την παράγραφο 5 και ειδικότερα με το πρώτο εδάφιο αυτής προβλέπεται, ότι από τη δημοσίευση του νόμου αυτού και μετά, κάθε πράξη διανομής και παραχώρησης εκτάσεων αρμοδιότητας του Υπουργείου Γεωργίας, για να είναι σύννομη, θα πρέπει να μην αντίκειται στις πολεοδομικές διατάξεις και κανονισμούς. Με δεδομένη όμως τη στενότητα των εκτάσεων, αλλά και την ανάγκη εξυπηρέτησης των σκοπών του Υπουργείου Γεωργίας με την παραχώρηση εκτάσεων, θα πρέπει οι αρμόδιες Υπηρεσίες Γεωργίας, σύμφωνα και με την προγενέστερη διοικητική πρακτική, όπως αυτή ορίζεται στο αριθμ. 126871/630/1987 έγγραφο του ΥΠΕΧΩΔΕ, να προτείνουν, πριν την έκδοση των σχετικών Προεδρικών Διαταγμάτων και Κανονισμών τις ειδικές ρυθμίσεις ή τις εξαιρέσεις ορισμένων περιορισμών, αλλά ακόμη να ζητηθεί και η τροποποίηση αυτών “για τις παραχωρήσεις που γίνονται βάσει των διατάξεων της αγροτικής νομοθεσίας”. Όμως λόγω των πραγματικών και νομικών καταστάσεων, που έχουν διαμορφωθεί από τις παραχωρήσεις και διανομές εκτάσεων, εκτός ρυμοτομικού βέβαια σχεδίου περιοχών, που έγιναν πριν τη δημοσίευση του νόμου αυτού και προκειμένου να αποφευχθεί η εμπλοκή ή η ματαίωση των σκοπών παραχώρησης, προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5, ότι αυτές δεν εμπίπτουν στις δεσμεύσεις των πολεοδομικών διατάξεων, όσον αφορά το ελάχιστο όριο εμβαδού κατάτμησης, την αρτιότητα και τις χρήσεις γης. Με τη ρητή αυτή εξαίρεση των ήδη γενομένων, πριν τη δημοσίευση του νόμου αυτού παραχωρήσεων, επιτρέπεται η υλοποίηση των σκοπών παραχώρησης, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες πολεοδομικές δεσμεύσεις.
Με τη παράγραφο 6 προβλέπεται ότι οι εκτάσεις που έχουν παραχωρηθεί για γεωργική αποκατάσταση δεσμεύονται και διατηρούν το δασικό τους χαρακτήρα, παρά τον προορισμό παραχώρησης, εφ’όσον καλύπτονται από τα δασοπονικά είδη της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του Ν. 1734/1987 σε ποσοστό πλέον του 25%. Επίσης διευκρινίζεται ρητά ότι η δέσμευση αφορά μόνο το καλυπτόμενο, με τα δασοπονικά αυτά είδη, τμήμα. Από αυτό γίνεται σαφές ότι σε περίπτωση κατά την οποία τα δασοπονικά είδη που υπερβαίνουν το 25% έχουν ομοιόμορφη διασπορά σε όλη την έκταση, τότε η δέσμευση του δασικού χαρακτήρα καλύπτει το σύνολο αυτής.
Με την παράγραφο 7 αντιμετωπίζεται το πρόβλημα του χαρακτηρισμού από την Επιτροπή Απαλλοτριώσεων (Ε.Α.) και την Επιτροπή Οριστικών Διανομών (Ε.Ο.Δ.) των κτημάτων που έχουν απαλλοτριωθεί και διατεθεί για αποκατάσταση ακτημόνων γεωργών και κτηνοτρόφων. Για να αρθεί λοιπόν το πρόβλημα της ισχύος των κρίσεων των ανωτέρω επιτροπών, βάσει των οποίων τεκμηριώθηκε η απαλλοτρίωση των μεγάλων κτημάτων στο σύνολο των εκτάσεων τους, εξαιρεθεισών και διανεμηθεισών και καταρτίστηκαν οι σχετικές πράξεις, η διάταξη ορίζει, στο πρώτο εδάφιο, ότι, εάν δεν πρόκειται για εδάφη από τα προστατευόμενα της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του Ν. 1734/1987, δεν παρέχεται σε άλλα όργανα της διοίκησης η δυνατότητα νέου χαρακτηρισμού των εκτάσεων αυτών (Σ.τ.Ε. 2043/1959). Διευκρινίζεται ότι ως εξαιρεθείσες εκτάσεις νοούνται εκείνες, οι οποίες εξαιρούνται κατά νόμο για τις ανάγκες του ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος κτήματος. Για την κρίση βέβαια υπαγωγής ή όχι των εκτάσεων στην κατηγορία των προστατευόμενων εδαφών της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του Ν. 1734/1987, αποφαίνονται τα αρμόδια όργανα των άρθρων 10 και 14 του Ν. 998/1979. Στα τελευταία αυτά όργανα του δασικού νόμου ανήκει και η αρμοδιότητα χαρακτηρισμού των κτημάτων, για τα οποία η Ε.Α ή Ε.Ο.Δ. δεν έχουν προβεί σε χαρακτηρισμό, αφού σύμφωνα με τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας, δεν παρέχεται σ’αυτές το δικαίωμα να επανέλθουν σ’αυτό. Διευκρινίζεται, ότι τα ανωτέρω δεν επηρεάζουν τη δυνατότητα εφαρμογής της διαδικασίας του άρθρου 15 παρ. 1 του Ν. 1734/1987, αλλά και αυτής του άρθρου 10 παράγραφος 2 του νόμου 666/1977, για την περιέλευση στις Δασικές Υπηρεσίες κοινοχρήστων και διαθεσίμων εποικιστικών εκτάσεων που έχουν τη μορφή δάσους ή που κρίνονται αναγκαίες για την εκπλήρωση δασικών σκοπών. Με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής καλύπτεται η ανάγκη οριστικού τερματισμού της σύγχυσης, ως προς το δασικό χαρακτήρα των κτηνοτροφικών κτημάτων, τα οποία έχουν ρητά χαρακτηριστεί στο σύνολο τους από την Επιτροπή Απαλλοτριώσεων ως χερσολίβαδα. Τα χερσολίβαδα τα υπαγόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 6β του άρθρου 3 του Ν. 998/1979 διέπονται, ως προς τις επιτρεπτές επεμβάσεις τους, από τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας. Τέλος πρέπει να επισημάνουμε ότι αμετάκλητες κρίσεις των οργάνων των άρθρων 10 και 14 του Ν. 998/1979, που αφορούν υποθέσεις που ρυθμίζονται από τις παραγράφους 6 και 7 του άρθρου 1, δεν υπόκεινται σε νέες κρίσεις, εφ’όσον από το νόμο δεν προβλέπεται δυνατότητα επανεξετάσεως. Επίσης δεν αποτελούν αντικείμενο επανεξέτασης οι εκτάσεις εκείνες οι οποίες κηρύχθηκαν δασωτέες ή αναδασωτέες και για όσο χρόνο διαρκεί ο χαρακτηρισμός αυτός. Ευνόητο είναι ότι οι υποθέσεις που βρίσκονται σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο της ανωτέρω διαδικασίας, θα κριθούν με τα δεδομένα της νέας διάταξης (Σ.τ.Ε. 2120/1953).
Με το άρθρο 5
Επιδιώκεται η ρύθμιση της αυθαίρετης κατοχής των εποικιστικών εκτάσεων. Αντικείμενο ρύθμισης είναι η κατεχόμενη έκταση και όχι ο κάτοχος. Ειδικότερα
Με την παράγραφο 1 προβλέπεται, α) η προς παραχώρηση κοινόχρηστη ή διαθέσιμη εποικιστική έκταση να μην έχει τη μορφή δάσους ή δασικής έκτασης και να μην έχει κηρυχθεί αναδασωτέα. Για τον προσδιορισμό αυτό δεν απαιτείται προηγούμενη κρίση από τα όργανα των άρθρων 10 και 14 του ν. 998/1979, ενόψει πλέον της ισχύος της διάταξης της παραγράφου 7 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, αλλά και διότι για την έκδοση της σχετικής παραχωρητικής απόφασης της Ε.Α., απαιτείται και επιβάλλεται η διενέργεια αυτοψίας από τα μέλη της. β) Ο αυθαίρετος κάτοχος να υποβάλει την αίτηση στην Υπηρεσία Γεωργίας, για την εξαγορά της έκτασης, μέσα σε ένα χρόνο από τη δημοσίευση του νόμου αυτού δηλαδή μέχρι την 4-6-2004. γ) Το εμβαδόν της παραχωρούμενης έκτασης, εφ’όσον είναι εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου ή ορίων οικισμού, δεν μπορεί να υπερβαίνει το εμβαδόν ενός άρτιου οικοπέδου, εκτός εάν η ύπαρξη του κτίσματος προϋποθέτει μεγαλύτερο εμβαδόν οικοπέδου, κατά τους όρους δόμησης ή, εφ’όσον βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως ή ορίων οικισμού, δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο των δέκα στρεμμάτων ή του εμβαδού που έχει οριστεί από ειδικές διατάξεις για την συγκεκριμένη περιοχή. Τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή όρια των παραχωρούμενων εκτάσεων δεν αναιρούνται από τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, διότι η διάταξη του άρθρου 5, περιληφθείσα στον ίδιο νόμο, αποτελεί ειδική διάταξη, υπερισχύουσα κάθε άλλης γενικής, καθιερώνοντας ιδιαίτερη ρύθμιση, με ιδιαίτερους όρους και προϋποθέσεις, για παραχώρηση κατεχόμενων εκτάσεων. Ούτε επίσης διαφοροποιεί την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 6 του νόμου 666/1977, διότι με την τελευταία αυτή διάταξη παραχωρείται, λόγω ειδικών προϋποθέσεων, έκταση στον όμορο ιδιοκτήτη ή κληρούχο, η οποία και αποτελεί ενιαίο σύνολο με την όλη ιδιοκτησία του.
Με την παράγραφο 2 ορίζεται η διαδικασία παραχώρησης της έκτασης. Η Επιτροπή Απαλλοτριώσεων επιλαμβάνεται του αιτήματος, μετά την διαβίβαση σ’αυτήν της αίτησης από την Υπηρεσία Γεωργίας, η οποία αίτηση θα πρέπει να συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο θα απεικονίζεται η προς παραχώρηση έκταση. Στην Επιτροπή μετέχουν απαραίτητα, με ψήφο, εκπρόσωποι της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. και της Πολεοδομίας της Νομαρχίας. Η σχετική επί του αιτήματος απόφαση της Ε.Α. θα εκδοθεί, μετά από αυτοψία που θα διενεργήσουν τα μέλη της.
Με την παράγραφο 3 ορίζεται το οφειλόμενο από τον παραχωρησιούχο τίμημα, το οποίο είναι ίσο με την αντικειμενική αξία. Όπου δεν έχει καθοριστεί αυτή, ισχύει η αγοραία αξία. Το τίμημα διαφοροποιείται σε σχέση με την περιοχή (τουριστική ή παραλιακή) ή σε σχέση με τον χρόνο κατοχής (πάνω από 25 χρόνια). Ιδιαίτερα, για την εξαγορά εκτάσεων που κατέχονται με κτίσματα και βρίσκονται εκτός ρυμοτομικού σχεδίου πόλεως ή οικισμού προϋφιστάμενου του 1923 ή οικισμού κάτω των 2000 κατοίκων, η διάταξη προϋποθέτει την κατεδάφιση του κτίσματος ή τη νομιμοποίηση του, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Η κατεδάφιση θα πραγματοποιηθεί μετά την κρίση φυσικά της Ε.Α. και πριν την καταβολή της πρώτης δόσης του τιμήματος. Η εξέταση όλων των αιτήσεων από την Επιτροπή Απαλλοτριώσεων, πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσα σε δύο χρόνια από τη δημοσίευση του νόμου αυτού και η οποία μπορεί να παραταθεί με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας για άλλα δύο χρόνια. Το τίμημα βεβαιώνεται στην οικεία Δ.Ο.Υ. και εξοφλείται σε τρεις δόσεις. Στα τελευταία εδάφια της παραγράφου αυτής αναφέρεται ο τρόπος καταβολής του τιμήματος και οι συνέπειες από την μη εμπρόθεσμη καταβολή του. Επισημαίνεται ότι, εφ’όσον η διάταξη δεν προβλέπει τη μεταγραφή της σχετικής απόφασης της Ε.Α. και με το δεδομένο ότι το άρθρο αυτό αποτελεί συνέχεια προηγούμενων ρυθμίσεων, θα πρέπει, να εκδοθεί παραχωρητήριο, μετά φυσικά την εξόφληση του τιμήματος, το οποίο και θα μεταγραφεί. Στην περίπτωση αυτή θα γίνει διόρθωση του προηγούμενου εντύπου, όσον αφορά την επικαλούμενη διάταξη.
Με την παράγραφο 4 αντιμετωπίζεται το ζήτημα των εκκρεμών αιτήσεων στην Ε.Α., με αντικείμενο την παραχώρηση αυθαίρετα κατεχόμενων εκτάσεων.
Με την παράγραφο 5 ορίζεται η μη δυνατότητα παραχώρησης της κατεχόμενης έκτασης, εάν γι’αυτήν έχει προβλεφθεί η κοινωφελής χρήση ή ο κοινόχρηστος προορισμός της. Και φυσικά, η διάταξη αναφέρεται σε εκτάσεις, που βρίσκονται εντός εγκεκριμένου σχεδίου, πόλεως ή χωρίου.
Με την παράγραφο 7 λαμβάνεται μέριμνα για την ολοκλήρωση των παραχωρήσεων που έγιναν, σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις. Η μη ολοκλήρωση οφείλεται κυρίως στη μη εξόφληση του τιμήματος, η οποία είναι προϋπόθεση για την έκδοση του παραχωρητηρίου. Εφ’όσον λοιπόν από την οριστικοποίηση της απόφασης της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων δεν έχει περάσει εικοσαετία μπορεί, με απόφαση του Νομάρχη και χωρίς να θίγεται το ήδη κριθέν δικαίωμα των παραχωρησιούχων, να αναπεμφθεί αυτή, με σκοπό και μόνο, να οριοθετηθεί η παραχωρούμενη έκταση και να επανακαθοριστεί το τίμημα, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το ένα δέκατο της αγοραίας αξίας της έκτασης. Σε καμία πάντως περίπτωση δεν μπορεί να αναπεμφθεί τέτοια απόφαση της Ε.Α., με σκοπό τη μείωση του καθορισθέντος τιμήματος. Οι δόσεις που τυχόν καταβλήθηκαν θα συμψηφιστούν στο νέο τίμημα. Για τις περιπτώσεις βέβαια των παραχωρήσεων, για τις οποίες πέρασε κατά τ’ανωτέρω η εικοσαετία, θα προβείτε στην έκδοση των σχετικών παραχωρητηρίων, ώστε να αρθεί η υφιστάμενη από πολλών ετών εκκρεμότητα.
Με το άρθρο 7 και ειδικότερα
Με την παράγραφο 1
Ορίζεται νέα διαδικασία κυρώσεως όλων των διανομών αγροκτημάτων και συνοικισμών, αντικαθιστώντας την μέχρι σήμερα τηρούμενη διαδικασία, όπως αυτή οριζόταν στα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του Ν. Δ/τος 1189/1972. Η κύρωση πραγματοποιείται πλέον, με πράξη του Νομάρχη, η οποία εκδίδεται μετά τη δημοσίευση της τελικής απόφασης της Επιτροπής Οριστικών Διανομών (ΕΟΔ) και την τεχνική επεξεργασία των στοιχείων της διανομής, από την Τοπογραφική Υπηρεσία της οικείας Νομαρχίας. Επίσης ορίζεται, ότι κατά το στάδιο πριν από την κύρωση, ο Νομάρχης μπορεί να αναπέμψει τα στοιχεία της διανομής στην Επιτροπή Οριστικών Διανομών για τυχόν τεχνικά σφάλματα και παραλείψεις και ότι η ΕΟΔ οφείλει να αποφασίσει μέσα σε δύο μήνες από την έκδοση της παραπεμπτικής απόφασης του Νομάρχη. Ο χρόνος των δύο μηνών κρίθηκε απαραίτητος, ώστε να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος απαραίτητος τεχνικός και διοικητικός έλεγχος των στοιχείων και να απαλειφθούν τα σφάλματα και οι παραλείψεις. Μετά από αυτά η αναφερόμενη στο άρθρο 191 του Αγροτικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 25 του νόμου 3958/1959 διαδικασία κύρωσης των διανομών παύει να ισχύει, ενόψει της νέας αυτής ρύθμισης. Η απόφαση όμως του Νομάρχη κύρωσης των διανομών, ως κανονιστικού περιεχομένου πράξη, χρήζει δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Με την παράγραφο 2
Καθιερώνεται ρητά με τη διάταξη αυτή, η υποχρέωση καταχώρησης στα κυρωμένα κτηματολογικά στοιχεία αγροκτημάτων και συνοικισμών, κάθε μεταβολής, η οποία επέρχεται σύμφωνα με τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας. Η καταχώρηση αυτή γίνεται με απόφαση του Νομάρχη, ύστερα από εισήγηση της Υπηρεσίας Γεωργίας. Επισημαίνεται ότι η απόφαση αυτή του Νομάρχη δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, αφού η διατασσόμενη με αυτήν καταχώρηση, έχει απλώς την έννοια της σημείωσης της μεταβολής, η οποία επέρχεται με την πράξη επί της οποίας αυτή στηρίζεται και η οποία αποτελεί αντικείμενο προσβολής. Για το λόγο αυτό η προηγούμενη διάταξη του άρθρου 5 του ν.δ/τος 3958/1959 και η οποία δημιούργησε αμφιβολίες, περί της δυνατότητας εφαρμογής της για τις περιπτώσεις αυτές, καταργείται με το άρθρο 35 του νόμου αυτού. Εξυπακούεται βέβαια ότι τα αναφερόμενα στο άρθρο 9 του ν. δ/τος 1189/1972 για τη διόρθωση των κτηματολογικών στοιχείων, δεν θίγονται με την παρούσα ρύθμιση.
Με την παράγραφο 3
Και συγκεκριμένα με το πρώτο εδάφιο παρέχεται η δυνατότητα με πράξη της Ε.Ο.Δ., μεταβολής της θέσης των δρόμων της οριστικής διανομής ή της δημιουργίας νέων, όπου φυσικά δεν υπάρχουν. Και οι δύο αυτές δυνατότητες προϋποθέτουν τη συμφωνία όλων των ενδιαφερομένων κληρούχων δηλαδή θιγομένων και ωφελουμένων και αποσκοπούν στην αρτιότερη εκμετάλλευση των κληροτεμαχίων και την μεταξύ αυτών επικοινωνία. Η ρύθμιση κρίθηκε απαραίτητη δεδομένου ότι η προηγούμενη διάταξη του άρθρου 33 του ν. 1845/1989, η οποία ορίζει διαδικασία απαλλοτρίωσης δεν έλυσε το πρόβλημα. Μετά την τήρηση της οριζόμενης στη νέα αυτή διάταξη διαδικασίας, η πράξη της ΕΟΔ οριστικοποιείται κατά τη διαδικασία του άρθρου 4 του ν. δ/τος 1189/1972, η δε απόφαση του Νομάρχη, που καταχωρεί, κατά την προαναφερθείσα παράγραφο 2 τη μεταβολή, έχει την έννοια της κύρωσης της πράξης αυτής της ΕΟΔ.
Με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής, δίνεται η δυνατότητα της κατάργησης των δρόμων της οριστικής διανομής, και η παραχώρηση τους στον όμορο ιδιοκτήτη ή κληρούχο. Αυτή πραγματοποιείται με απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, μετά από αυτοψία των μελών αυτής και εφ’όσον αποδεδειγμένα οι δρόμοι αυτοί έπαψαν να εξυπηρετούν το σκοπό, για τον οποίο αφέθηκαν. Ο παραχωρησιούχος οφείλει να καταβάλει το τίμημα που καθορίζει η Ε.Α. Μετά την εφ’άπαξ καταβολή του, η απόφαση της Ε.Α. μεταγράφεται νόμιμα.
Επισημαίνεται πάντως ότι τα αναφερόμενα στην παράγραφο 3 για μεταβολή, δημιουργία ή κατάργηση των δρόμων διανομής ισχύουν μόνο για διανομές αγροκτημάτων και όχι συνοικισμών.
Με το άρθρο 8 και ειδικότερα
Με την παράγραφο 1 θεσπίζεται νέα διαδικασία για την εκποίηση των γεωργικών κλήρων και οικοπέδων που παραχωρήθηκαν ή παραχωρούνται, σε έγγαμους καλλιεργητές, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα, ορίζοντας ότι για να επιτραπεί αυτή απαιτείται η σύμφωνη γνώμη και του άλλου συζύγου, ώστε να αποφευχθούν κοινωνικά προβλήματα, που πλήττουν την οικογένεια. Σε περίπτωση διαφωνίας τους αποφαίνεται το αρμόδιο από την τοποθεσία του ακινήτου Μονομελές Πρωτοδικείο.
Με την παράγραφο 2 παρέχεται η δυνατότητα κατάτμησης και των κληροτεμαχίων εκείνων που βρίσκονται “εντός ορίων οικισμών”.
Με την παράγραφο 3 αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του νόμου 666/1977 και ορίζεται ότι για την συνδρομή της προϋπόθεσης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του νόμου 666/1977, ότι δηλαδή “τόσο το μεταβιβαζόμενο, όσο και το απόμεναν τμήμα του κληροτεμαχίου είναι άρτιο και οικοδομήσιμο”, χορηγείται πλέον βεβαίωση πολιτικού μηχανικού, σύμφωνα με το άρθρο 5 του 651/1977 και όχι βεβαίωση της αρμόδιας Πολεοδομικής Υπηρεσίας. Το γεγονός ότι στην παράγραφο αυτή αναφέρεται ρητά η διάταξη του άρθρου 5 του ν. 651/1977, δεν αποκλείει αυτός που χορηγεί τη βεβαίωση να είναι και μηχανικός και υπομηχανικός.
Με την παράγραφο 4 εγκυροποιούνται τα συμβόλαια, τα οποία συντάχθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του νόμου 3147/2003 με βεβαίωση του μηχανικού και όχι βεβαίωση της αρμόδιας Πολεοδομικής Υπηρεσίας. Η εγκυροποίηση, ως προς το θέμα αυτό, των συμβολαίων δεν καλύπτει και την τυχόν ύπαρξη σ’αυτά άλλων παραβάσεων της αγροτικής νομοθεσίας, για τη διαδικασία επικύρωσης των οποίων, ισχύουν τα αναφερόμενα στο άρθρο 16 του παρόντος νόμου.
Με το άρθρο 9 και ειδικότερα
Με την παράγραφο 1 αντικαθίστανται οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 2 του από 24.4/23-5-1985 Π.Δ/τος και ορίζεται ότι η υποχρέωση του δικαιούχου, για ανέγερση κτίσματος στο οικόπεδο που του παραχωρείται μέσα σε δέκα χρόνια, αρχίζει από τον χρόνο κοινοποίησης σ’αυτόν της απόφασης της Ε.Α. που τον κρίνει δικαιούχο και όχι από την μεταγραφή του τίτλου, όπως όριζε η προηγούμενη διάταξη, ενώ η υποχρέωση της μη εγκατάλειψης, για δέκα χρόνια του συνοικισμού, αρχίζει από τη μεταγραφή του τίτλου. Καθ’όσον αφορά τα μέχρι της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού παραχωρηθέντα οικόπεδα, εφ’όσον από το νόμο δεν προβλέπεται δυνατότητα ανατροπής του νομικού καθεστώτος και των δικαιωμάτων των δικαιούχων οικοπέδων, που δημιουργήθηκαν από την προϊσχύουσα διάταξη, ισχύει η οριζόμενη σ’αυτήν υποχρέωση ανέγερσης του κτίσματος, μέσα σε πέντε χρόνια από την μεταγραφή του τίτλου. Τόσο όμως για τα οικόπεδα που παραχωρήθηκαν πριν από το νόμο, όσο και για τα οικόπεδα που παραχωρούνται μετά από αυτόν, η διαδικασία έκπτωσης είναι η ίδια, δηλαδή ο δικαιούχος εκπίπτει αυτοδικαίως του δικαιώματος του και η ανάκληση της απόφασης της Ε.Α. απαγγέλλεται με απόφαση του Νομάρχη. Στην περίπτωση αυτή η νομαρχιακή απόφαση έχει απλώς διαπιστωτικό χαρακτήρα της έκπτωσης από το δικαίωμα. Περαιτέρω διευκρινίζεται ρητά. με τη νέα διάταξη, ότι η μη δυνατότητα διάθεσης, εν ζωή, του δικαιωθέντος οικοπέδου μέσα σε δέκα χρόνια από την απόκτηση της κυριότητας, ισχύει και στην περίπτωση που ο δικαιούχος εκπλήρωσε εμπρόθεσμα την υποχρέωση ανέγερσης του κτίσματος.
Με την παράγραφο 2 ρυθμίζονται τα ζητήματα που προκύπτουν, όταν ο δικαιούχος οικοπέδου αποβιώσει, πριν περάσουν δέκα χρόνια από την απόκτηση της κυριότητας. Και στην περίπτωση που έχει ανεγείρει κτίσμα εφαρμόζονται αδιακρίτως οι διατάξεις της κληρονομικής διαδοχής του Αστικού Κώδικα. Εάν όμως δεν έχει ανεγείρει κτίσμα, τότε το οικόπεδο περιέρχεται σε εκείνους εκ των κληρονόμων, οι οποίοι έχουν τα προσόντα της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Πρ. Δ/τος του 1985 και οι οποίοι υπεισέρχονται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικού δικαιούχου, όπως αναλυπκότερα αναφέρεται στη διάταξη.
Με το άρθρο 14. τροποποιούνται διατάξεις του ν.δ. 221/1974, οι οποίες αναφέρονται στις παραχωρήσεις εκτάσεων για τη δημιουργία ή επέκταση επαρχιακών βιομηχανικών ή βιοτεχνικών επιχειρήσεων ή την εκμίσθωση για κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις ή τη δημιουργία σταβλικών εγκαταστάσεων. Ειδικότερα
Με την παράγραφο 1 προβλέπεται παράταση του χρόνου έναρξης λειτουργίας της μονάδας από τον παραχωρησιούχο, για όσο χρόνο του χορηγείται από τον αναπτυξιακό νόμο ή τον κανονισμό ή την οδηγία.
Με την παράγραφο 2 προβλέπεται η δυνατότητα εκμίσθωσης, τόσο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. δ/τος 221/1974, όσο και για τους προστιθέμενους με αυτήν νέους σκοπούς, των εποικιστικών εκτάσεων και των εκτάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 του νόμου 1734/1987. Και για την περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου αυτής, θα εκδοθεί απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, κανονιστικού περιεχομένου, με την οποία θα καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις εκμίσθωσης και ανανέωσης, το αρμόδιο όργανο, το μίσθωμα, ο τρόπος καταβολής του, οι συνέπειες από τη μη εμπρόθεσμη καταβολή του, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
Με την παράγραφο 3 αυξάνεται η διάρκεια της μίσθωσης του
άρθρου 3 του ν. δ/τος 221/1974 από 10 χρόνια σε 15, με δυνατότητα
ανανέωσης για άλλα δέκα χρόνια και παράλληλα επιτρέπεται, με απόφαση του ίδιου οργάνου που εκμισθώνει την έκταση, να εγκρίνεται η παραχώρηση της χρήσης της σε τρίτον και βέβαια για τον ίδιο σκοπό.
Με την παράγραφο 4 προβλέπεται η επέκταση των εξαιρέσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 6 και 7 του άρθρου 1 του ν.δ. 221/1974, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 13 του ν. 666/1977, και στις παραχωρήσεις που γίνονται με το άρθρο 6 του ν.δ. 221/1974.
Με το άρθρο 15 τροποποιούνται διατάξεις του νόμου 674/1977, ο οποίος αναφέρεται στη διενέργεια αναδασμών και ειδικότερα
Με την παράγραφο 1 προβλέπεται η δυνατότητα ανάκλησης των αποφάσεων των Νομαρχών διενέργειας αναδασμών, εφόσον μετά την έκδοση αυτών δεν εκτελέστηκε οποιαδήποτε εργασία αναδασμού ή διακόπηκε αυτή πέραν της τριετίας.
Με την παράγραφο 2 διευκολύνεται η διαδικασία διενέργειας αναδασμών επί γεωργικών κλήρων και προβλέπεται το διάγραμμα διανομής να λαμβάνεται μεν, ως βάση για τη σύνταξη του παλαιού κτηματικού καθεστώτος, για την περαιτέρω όμως διαδικασία, εφαρμόζονται αυτά που ισχύουν για τους αναδασμούς επί ιδιοκτησιών. Με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή Αναδασμού δεν δεσμεύεται να εγγράψει ως δικαιούχο, το νομέα της κληρουχικής έκτασης, εκτιμώντας βέβαια και τις λοιπές προϋποθέσεις που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, δηλαδή διαδοχή στον κλήρο, μαρτυρικές καταθέσεις κ.λπ.
Με την παράγραφο 3 ορίζεται πλέον, ρητά ο χρόνος, κατά τον οποίο η διαδικασία του αναδασμού θεωρείται περαιωμένη.
Με την παράγραφο 4 επιλύεται οριστικά το θέμα της δυνατότητας καταχώρησης των μεταβολών που επέρχονται πριν από το στάδιο της κύρωσης του αναδασμού. Οι μεταβολές αυτές πρέπει να προέρχονται είτε από μεταβιβάσεις εν ζωή, είτε από πράξεις συνεπεία θανάτου είτε από δικαστική απόφαση. Η ρύθμιση αυτή θεωρείται σημαντική αν ληφθεί υπόψη, ότι από τον χρόνο περαίωσης των διαδικασιών του αναδασμού, μέχρι την κύρωση του, μεσολαβεί σημαντικό χρονικό διάστημα, ακόμη και πολλών ετών, μέσα στο οποίο πράγματι έχουν δημιουργηθεί νομικές καταστάσεις, πολύ διαφορετικές από αυτές, που εμφανίζονται στα σχετικά κτηματολογικά του στοιχεία. Εξυπακούεται ότι στην περίπτωση αυτή δεν ισχύουν οι περιορισμοί που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 12 και παράγραφο 1 του άρθρου 13 του ν. 674/1977.
Με την παράγραφο 5 προβλέπεται η δυνατότητα έκδοσης των τίτλων κυριότητας, για τα τεμάχια εκείνα των κυρωθέντων αναδασμών, που προέρχονται από αναδιανεμητέους κλήρους και για τα οποία υπήρξε επιφύλαξη, διότι δεν υποβλήθηκαν από τους διαδόχους των αρχικών κληρούχων συμβολαιογραφικά έγγραφα ή άλλα στοιχεία, που να αποδεικνύουν την κυριότητα τους. Ορίζεται λοιπόν με τη διάταξη, ότι και για την περίπτωση αυτή τα παραχωρητήρια θα εκδοθούν στο όνομα αυτών, που αναγράφονται ως νομείς στα κτηματολογικά στοιχεία του αναδασμού,
αίροντας με τον τρόπο αυτό την υφιστάμενη για πολλά χρόνια εκκρεμότητα.
Με την παράγραφο 6 τροποποιείται προηγούμενη διάταξη του άρθρου 22 του ν. 674/1977 και καθιερώνεται πλέον η δυνατότητα διόρθωσης ή ακύρωσης του τίτλου κυριότητας αναδασμού, ανεξάρτητα από τον χρόνο έκδοσης του, με την απαραίτητη προϋπόθεση, ότι δεν θίγονται δικαιώματα τρίτων, νομίμως κτηθέντα. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται η περίπτωση (ι) του άρθρου 35 του παρόντος νόμου, με την οποία καταργούνται οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 22 του ν. 674/1977.
Με την παράγραφο 7 προβλέπονται ρυθμίσεις οι οποίες στοχεύουν στη βελτίωση, συμπλήρωση και αποτελεσματικότερη λειτουργία του μέτρου διενέργειας των αναδασμών από ιδιώτες. Συγκεκριμένα με την παράγραφο αυτή, η οποία αποτελεί προσθήκη στο άρθρο 33 του 2040/1992, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 30 του ν. 2945/2001, επιτρέπεται στο Νομάρχη να συγκροτήσει, μετά από εισήγηση των Υπηρεσιών Γεωργίας και Τοπογραφικής της Νομαρ/κής Αυτ/σης, τις οριζόμενες σ’αυτήν Επιτροπές από ιδιώτες, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν ποκαθιστούν τις Επιτροπές Εμπειρογνωμόνων και Αναδασμού του ν. 674/1977.
Με το άρθρο 16 και ειδικότερα
Με την παράγραφο 1 προβλέπεται η δυνατότητα επικύρωσης των κατά παράβαση των διατάξεων της αγροτικής νομοθεσίας γενομένων μεταβιβάσεων γεωργικών κλήρων και οικοπέδων, όπως αυτές περιγράφονται στο άρθρο 15 του ν.δ/τος 3958/1959. Καθ’όσον αφορά τις μεταβιβάσεις που έγιναν με συμβολαιογραφικό έγγραφο, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1 του Α.Ν. 431/1968 και 1 του Ν. 666/1977, εγκυροποιούνται ευθέως από το νόμο, με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι αυτές δεν έχουν ακυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Για τις λοιπές περιπτώσεις μεταβιβάσεων δηλαδή γι’αυτές που έγιναν με ιδιωτικό συμφωνητικό ή για τις πράξεις με τις οποίες προσυμφωνήθηκε η μεταβίβαση των γεωργικών κλήρων και οικοπέδων, θα ακολουθηθεί η αναφερόμενη στις αντίστοιχες παραγράφους του άρθρου 15 του ν. δ/τος 3958/1959 διαδικασία, μέσα στην οριζόμενη προθεσμία των δύο ετών.
Με την παράγραφο 2 παρατείνεται η προθεσμία του άρθρου 12 του ν. 634/1977 για την υποβολή της δήλωσης στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. στις περιπτώσεις εφαρμογής των αναφερομένων στην προηγούμενη παράγραφο, για την επικύρωση ανώμαλων δικαιοπραξιών επί γεωργικών κλήρων,
Με τις παραγράφους 3, 4 και 5 παρατείνονται οι προθεσμίες των αναφερομένων σ’αυτές διατάξεων, για την ανάκληση αποφάσεων των Ε.Α. με τις οποίες αφαιρέθηκαν οι παραχωρηθέντες γεωργικοί κλήροι ή τα οικόπεδα. Για την απόδοση του αφαιρεθέντος κλήρου ή οικοπέδου, θα πρέπει να συντρέχουν οι απαιτούμενες σε κάθε περίπτωση προϋποθέσεις.
Με την παράγραφο 6 παρατείνονται οι προθεσμίες για την υποβολή αιτήσεων προς απόδοση των καταληφθεισών περιουσιών των πολιτικών προσφύγων. Για την κατηγορία των ενδιαφερομένων πολιτικών προσφύγων, οι οποίοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου διαμένουν στο εξωτερικό, η προθεσμία των δύο ετών αναστέλλεται για δύο χρόνια. Στην περίπτωση αυτή η αναστολή τους λήγει στις 4-6-2005 και η συνολική προθεσμία για την υποβολή της αίτησης, λήγει στις 4-6-2007.
Με την παράγραφο 7 παρέχεται πενταετής προθεσμία για την συντέλεση της διανομής του κτήματος “Σάλεσι-Μπούγα” Αυλώνα νομού Αττικής, κατά τη διαδικασία του β. δ/τος 229/1961.
Τέλος στο άρθρο 35 περιλαμβάνονται οι διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας, οι οποίες καταργούνται είτε διότι δεν εξυπηρετούν πλέον το σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκαν είτε διότι ρυθμίζεται διαφορετικά το θέμα στο οποίο αναφέρονται.
Επισημαίνεται ότι μετά την κατάργηση της παραγράφου 7 του άρθρου 15 του ν. 3194/1955 ο καθορισμός του τιμήματος για τις παραχωρήσεις εκτάσεων σε Γεωργικούς Πιστωτικούς Συνεταιρισμούς θα γίνεται από το ίδιο όργανο που εκδίδει την απόφαση παραχώρησης.

Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ    Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΠΑΝ. ΚΟΛΛΥΡΗΣ         ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΥΣ